- Αναφλυστιος
- Ἀναφλύστιοςὁ уроженец или житель дема Анафлист Arph., Dem.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ἀναφλύστιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀναφλύστιον — Ἀναφλύστιος masc acc sg Ἀναφλύστιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀναφλυστίου — Ἀναφλύστιος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀναφλύστιοι — Ἀναφλύστιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)